1 Φεβ 2018

"Καλή τύχη και ο Θεός μαζί σας"

Ήταν τέλη του Ιανουαρίου του 1996. Υπηρετούσα τη θητεία μου στο ΚΕΒΟΠ στο Χαιδάρι, εκπαιδευόμουν για υπαξιωματικός, θυμάμαι εκείνη την ημέρα ήμουν εξοδούχος και είχα γυρίσει σπίτι μου στην Αθήνα και έβλεπα μπάσκετ, ΠΑΟΚ, έπαιζε κάπου στου διαόλου τη μάνα.

Την επόμενη ημέρα με γύρισαν στο στρατόπεδο η μάνα μου και ο πατέρας μου και στο αυτοκίνητο, στο ραδιόφωνο ακουγόταν ο Τράγκας να εμψυχώνει, να μιλάει για πόλεμο, για επίθεση, για Πατρίδα, για καθήκον. Ή κρίση λόγω των Ιμίων είχε ξεσπάσει.

Άρον άρον μας έβαλαν σε καράβια και σε τρένα και μας έστειλαν με φύλλα πορείας στα τάγματα μας. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Όσο και να προσπαθούσε να μας καθησυχάσει ο λοχαγός μας, ότι "να εγώ δεν μετακινούμαι, συνεχίζω να εκπαιδεύω κόσμο, όλα θα πάνε καλά", η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι.

Φτάνουμε με τα πολλά στη Ρόδο. 3 άτομα από το λόχο Πολυβολητών που ήμουν να ενταχθούμε στο 541 Τάγμα Πεζικού (Εθνοφυλακής λεγόταν τότε). 70 το πολύ άτομα στο τάγμα, με μάχιμη δύναμη 300. Θυμάμαι αναβρασμό, θυμάμαι δεν κάναμε ούτε καν εβδομάδα προσαρμογής γιατί είχαν κοπεί οι έξοδοι, η επιφυλακή ήταν στο 100% και ήμασταν μονίμως σε Τάγμα Άμεσου Δράσης.



Ήμουν 19 χρονών, ψαράς στη ζωή, ψαράς και στο στρατό, μόλις είχα πάει στη μονάδα απο το κέντρο εκπαίδευσης κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες... Εγώ σαν υποψήφιος βαθμοφόρος (ακόμα δεν είχε έρθει ο βαθμός μου) και επειδή το τάγμα δεν είχε κόσμο, βαφτίστηκα στοιχιάρχης τζιπ. Είχα από κάτω μου δηλαδή τον οδηγό του τζιπ και τον πολυβολητή του.



Φτάνει η νύχτα, αυτή η νύχτα... 31/1/1996. Χτυπάει ο συναγερμός, θα εκτελέσουμε Πέλεκυ. Φεύγουμε! Μας φωνάζουν έξω από το διοικητήριο του τάγματος, οδηγούς και στοιχιάρχες. Μας ανακοινώνουν ότι φορτώνουμε και φεύγουμε για τον Χώρο Τελικού Προορισμού. Εκεί που θα πολεμήσουμε δηλαδή. Εκεί πας και δεν είναι σίγουρο ότι γυρνάς. Η αποστολή μας ήταν να υπερασπιστούμε την παραλία της Καλάθου. Μας διαβάζει ο διοικητής την διαταγή του αρχηγού ΓΕΕΘΑ και μετά μας διαβάζει ο παπάς του συντάγματος. Ήταν θυμάμαι ένας αντιπαθής με βαθμό ταγματάρχη.

Η καρδιά χτυπάει γρήγορα. Σκούρα τα πράγματα. Ξεκινάμε τις ετοιμασίες. Τα κάνουμε όλα, κάποια τα κάνουμε ανάποδα. Φορτώνουμε τις κούτες με τις χειροβομβίδες στα τρόφιμα και τα τρόφιμα στη θέση των χειροβομβίδων. Παίρνουμε τα λουκανικά μας και τα δένουμε στα οχήματά μας. Γρήγορα πάμε καύσιμα, γεμίζουμε τα οχήματα μας, θυμάμαι γέμισα και το εφεδρικό μπιτόνι του τζιπ. Από τότε ήμουν τόσο τακτικός! Γεμίζω το παγούρι μου με νερό. Τότε δεν υπήρχαν κινητά, είχαμε τηλεκάρτες, που να πάρω τηλέφωνο σπίτι. 2 καρτοτηλέφωνα είχαμε και ένας βαθμοφόρος έκοψε τα καλώδια, μην πάει κανείς και αρχίσει τα τηλέφωνα και αντί να φορτώνουμε κάνουμε ουρές στα τηλέφωνα.

Το μυαλό μου έχει πήξει. Ξεκινάει η πομπή, πίσω μένουν μόνο οι σκοποί και ένας ανθυπασπιστής. Μαζί με την πομπή ξεκινάει και η βροχή. Τι βροχή ήταν αυτή. Τι νεροποντή. Ρίχνει καρεκλοπόδαρα και σιγά σιγά κατεβαίνουμε τον λόφο της Αφάντου. Βγαίνοντας από την πύλη του τάγματος συναντάμε τις απέναντι πυροβολαρχίες. Βγαίνουν και αυτές. Βγάζουν τα πάντα. Ακόμα και τα τεράστια αυτοκινούμενα πυροβόλα. Πάμε για πόλεμο.

Αναγκαστικά περνάμε μέσα από την πόλη της Αφάντου. Τα Λεωνίδας, τα Μ8 μας, τα τζιπ μας, κάνουν εκκωφαντικό θόρυβο. Όλη η πόλη στο πόδι. Παράθυρα, μπαλκονόπορτες να ανοίγουν, τρομαγμένοι οι κάτοικοι να μας βλέπουν να περνάμε, κάποιοι μας σταύρωναν, κάποιοι κλειδαμπάρωναν, κάποια ούρλιαξε "ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ". Σκηνές βγαλμένες από ταινία, ταινίες βγαλμένες από τη ζωή...

Στο δρόμο, με καταρακτώδη βροχή μένει ένα Μ8. Του Αντώνη του Καλόγρη. Τον αφήνουμε εκεί μαζί με τον πυροβολητή του. Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Περνάει ώρα στο δρόμο. Θυμάμαι ήμουν χορτάτος αλλά παπί από το νερό. Οι τυχεροί τυφεκιοφόροι στα STAYER και στα Λεωνίδας ήταν πιο στεγνοί...

Φτάνουμε στην παραλία. Ξεκινάμε να παίρνουμε θέσεις. Εμείς είχαμε εύκολη αποστολή. Κρυβόμαστε πίσω, στα δέντρα, ήμασταν μηχανοκίνητος λόχος και θα κάναμε αντεπίθεση αν οι 3 λόχοι τυφεκιοφόρων μπροστά μας δεν μπορούσαν να κρατήσουν τους επιτιθέμενους.

Σκάει το πρώτο σοκ. Ο Διοικητής μας ανακοινώνει ότι περιμένουμε να αναχαιτίσουμε 2 αποβατικά συντάγματα πεζοναυτών. 800-900 άτομα δηλαδή. Ήμασταν 70. Ίσως να έρχονταν κάποιες ενισχύσεις από πολιτοφυλακή. Ίσως από τη μερική επιστράτευση που γινόταν σε όλα τα νησιά. Ένας λοχαγός, ο Τσέλκας, να είναι καλά εκεί που βρίσκεται, μας λέει ότι αν δούμε στον ορίζοντα τα αποβατικά των Τούρκων, το παιχνίδι θα έχει χαθεί. Το ναυτικό και η αεροπορία μας θα έχουν ηττηθεί και να περιμένουμε βομβαρδισμό από αέρα και θάλασσα για να γίνει ευκολότερη η αποστολή των τούρκων πεζοναυτών.

Σκάει το 2ο σοκ. Από την πολύ λάσπη δεν μπορούν να ανέβουν τα STAYER στους λόφους αριστερά και δεξιά της παραλίας για να ξεφορτώσουν τα αντιαρματικά MILAN. Έπρεπε όπωσδήποτε να φτάσουν επάνω και να τα ετοιμάσουν. Είχαν την πιο σημαντική αποστολή, να χτυπήσουν, για την ακριβεια να ξεκωλιάσουν τα αποβατικά ώστε να φτάσουν όσο πιό λίγα γίνεται στην παραλία. Όσους κατέβαιναν μετά θα τους θερίζαμε με τα πολυβόλα. Αν έφταναν στα χαρακώματα θα επεμβαίναμε εμείς με τα τζιπ.

Θα τους κάναμε τη ζωή κόλαση, θα μας έκαναν τη ζωή κόλαση. Θυμάμαι τον Λοχαγό τον Κατσίκα, να κατεβαίνει από συνοδηγός και να βοηθάει τους φαντάρους να σπρώχνουν τα φορτηγά για να προχωρήσουν στην ανηφόρα. Τα κατάφεραν, έφτασαν. Ξεφόρτωσαν και έστησαν τα MILAN και τα ΠΑΟ. Ανακουφίστηκα λίγο, είχα δει βολή MILAN και ήξερα τι μπορεί να κάνει.

Ήμασταν έτοιμοι και παραταγμένοι. θυμάμαι ένα στρατιώτη φοβισμένο να απευθύνεται σε ένα Λοχία.

-Λοχία τι κάνουμε τώρα;
-Ανάβουμε τσιγάρο και περιμένουμε
-Κι εμείς που δεν καπνίζουμε;
-Κι εσείς....

Περνάνε οι ώρες, η βροχή ασταμάτητη. Κοιτάγαμε τον ορίζοντα, δεν φαινόταν τίποτα. Στον ουρανό όχι αεροπλάνο, ούτε σπουργίτι. Αγωνία.

Άρχισε να ξημερώνει. Έρχεται ο υπομέραρχος. Μας επιθεωρεί επί τόπου, μας συγχαίρει και μας δίνει άκυρο (επιστροφή στο τάγμα). Είχε δοθεί πολιτική λύση και δεν θα μιλούσαν τα όπλα.

Στο δρόμο της επιστροφής, μαζέψαμε και τον απορημένο Καλόγρη.